- νήπαυστος
- νήπαυστος, -ον (Α)1. ο άπαυστος2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήπαυστονδιαρκώς, χωρίς σταματημό.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + -παυστος (< παύω), πρβλ. ά-παυστος, δύσ-παυστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήπαυστον — νήπαυστος masc/fem acc sg νήπαυστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek